-
1 ὑπότροπος
A turning back, returning,ὑπότροπον ἐκ πολέμοιο ἵξεσθαι Il.6.501
;ὑ. ἵκετο δῶμα Od.20.332
;ὑ. ἵξομαι αὖτις Il.6.367
; ;ὑ. οἴκαδ' ἱκέσθαι Od.21.211
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπότροπος
См. также в других словарях:
υπότροπος — η, ο / ὑπότροπος, ον, ΝΜΑ [ὑποτρέπομαι] (για νόσο) αυτός που υποτροπιάζει, που επανεμφανίζεται μετά από κάποια διακοπή νεοελλ. 1. (ποιν. δίκ.) (για εγκληματία) εκείνος ο οποίος, ενώ έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για κακούργημα ή πλημμέλημα εκ… … Dictionary of Greek